- οφλισκάνω
- ὀφλισκάνω και κατά το λεξ. Σούδα, ὀφλίσκω και, κατά τον Ησύχ. και τον Φώτ., ὀφλάνω, ενώ αμφβλ. είναι ο τ. όφλῶ, -έω (Α)1. (για άνθρωπο που καταδικάστηκε σε πληρωμή προστίμου) υποχρεώνομαι να πληρώσω, χρωστώ, οφείλω («πλείστην ζημίαν ὀφλισκάνει», Ευρ.)2. καταδικάζομαι, χάνω («μέλλων ὀφλήσειν», Αριστοφ.)3. (με γεν. τού εγκλήματος ή τής ποινής ή με αιτ. που δηλώνει κατηγορία, μομφή, εχθρική διάθεση κ.λπ.) μού αξίζει να πάθω κάτι (α. «ὠφληκότι φόνου», Πλάτ.β. «θανάτου δίκην ὄφλων», Πλάτ.γ. «αἰσχύνην ὄφλῃ», Ευρ.)4. φρ. α) «ὀφλισκάνω δίκην» — καταδικάζομαι κατά τη δίκη, χάνω τη δίκηβ) «δίαιταν ὀφλισκάνω» — χάνω τη διαιτησίαγ) «δειλίαν ὀφλισκάνω» — επισύρω κατηγορία δειλίας εναντίον μου, αποκτώ φήμη δειλού.[ΕΤΥΜΟΛ. βλ. λ. οφείλω].
Dictionary of Greek. 2013.